Translate

Καλωσορίσετε στην ιστοσελίδα των ΛΕΥΚΑΡΩΝ

Τα Λεύκαρα βρίσκονται σε ύψος περίπου 584μ, στα νοτιοανατολικά της οροσειράς του Τροόδους και απέχουν 43 χλμ. από τη Λάρνακα, 50 χλμ. από τη Λευκωσία και 50 χλμ. από τη Λεμεσό. Τα Λεύκαρα είναι κωμόπολη της επαρχίας Λάρνακας και ανεξάρτητος δήμος της Κύπρου. Είναι γνωστά για τη Λαϊκή Αρχιτεκτονική τους, για τα κεντήματά τους, τα «Λευκαρίτικα», καθώς και για την Αργυροχοΐα τους. Τα Λεύκαρα σας περιμένουν να τα ανακαλύψετε.

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

ΦΥΤΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΩΝ ΛΕΥΚΑΡΩΝ


Τα Λεύκαρα είναι γνωστά στους βοτανολόγους για την πλούσια χλωρίδα τους. Ένας μεγάλος αριθμός ενδημικών και άλλων αυτοφυών φυτών απαντώνται στην περιοχή των Λευκάρων.
Παραθέτω κάποια από αυτά.
Α.  ΕΝΔΗΜΙΚΑ ΦΥΤΑ

[Ενδημικό φυτό της Κύπρου: είναι το φυτό που βρίσκεται μόνο στη Κύπρο και σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου].


Το πιο σημαντικό είναι ότι τα Λεύκαρα έδωσαν το όνομά τους σ’ ένα πολύ σπάνιο ενδημικό φυτό, το οποίο εντοπίστηκε για πρώτη φορά στα Λεύκαρα και ευδοκιμεί στη γύρω περιοχή. Το φυτό είναι ο Astragalus macrocarpus ssp. Lefkarensis (Αστράγαλος ο μακρόκαρπος υποείδος των Λευκάρων, της οικογένειας των ελλοβοκάρπων). Είναι πολυετές φυτό (έως 60 εκ. ύψος) με εύρωστους χνουδωτούς βλαστούς. Είναι σπάνιο γιατί βρίσκεται μόνο στη Κύπρο και σε κανένα άλλο σημείο του κόσμου. Πιο συγκεκριμένα βρίσκεται σε ασβεστολιθικές πλαγιές ανάμεσα σε χαμηλούς θάμνους στην περιοχή των Λευκάρων. Έχει τα κοινά ονόματα «αρκοκουτσιά» και «πιφάνης». Ο Αστράγαλος συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των αυστηρά προστατευομένων φυτών από τη σύμβαση της Βέρνης. Το αγριολούλουδο αυτό κινδυνεύει να εξαφανισθεί από την περιοχή μας. Γι’ αυτό πρέπει να προστατευθεί και να δοθεί η δέουσα προσοχή από όλους τους Λευκαρίτες και το Κράτος ώστε να εξασφαλιστεί η προστασία και η διαιώνιση του και να μη εξαφανισθεί το όμορφο και εντυπωσιακό αυτό αγριολούλουδο.



Ο Αστράγαλος συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των αυστηρά προστατευομένων φυτών από τη σύμβαση της Βέρνης. Το αγριολούλουδο αυτό κινδυνεύει να εξαφανισθεί από την περιοχή μας. Ο Αστράγαλος φύεται σε ασβεστολιθικές πλαγιές των Λευκάρων. Είναι σπάνιο γιατί βρίσκεται μόνο στη Κύπρο και σε κανένα άλλο σημείο του κόσμου. Πιο συγκεκριμένα βρίσκεται σε ασβεστολιθικές πλαγιές ανάμεσα σε χαμηλούς θάμνους στην περιοχή των Λευκάρων (07.04.2011).


Οι καρποί του Αστράγαλου. Λεύκαρα (07.04.2011).
 
Astragalus macrocarpus subsp.lefkarensis - Αστράγαλος ο μακρόκαρπος υποείδος των Λευκάρων. (Astragalus macrocarpus ssp. Lefkarensis).

2) Allium Lefkarence.

Ξένοι βοτανολόγοι έχουν εντοπίσει στην περιοχή των Λευκάρων ενδημικό αλλά άγνωστο μέχρι τώρα είδος αγριοκρεμμυδιού, στο οποίο έδωσαν την επιστημονική ονομασία Allium Lefkarence. Ο εντοπισμός έγινε στις 2/6/1989 από τους Ιταλούς βοτανολόγους Salvatore Brullo, Pietro Pavone και Cristina Salmeri του πανεπιστημίου της Κατάνια. Το λατινικό όνομα, περιγραφή, σχεδιάγραμμα, οικολογικά και άλλα στοιχεία δημοσιεύτηκαν το 1993 στο επιστημονικό περιοδικό Candollea, τόμος 48, σελ. 279 – 290. Πρόκειται για είδος άγριου κρεμμυδιού που ανήκει στην οικογένεια των Λειριϊδών (Liliaceae).

Το Άλλιον των Λευκάρων είναι βολβόριζη πολυετής πόα, ύψους 40 εκατοστών του μέτρου. Τα φύλλα είναι λεπτά, ημικυλινδρικά, μήκους ως 25 εκατοστών του μέτρου. Η ταξιανθία φέρει και 50 πρασινοπορφυρά, κωδωνοειδή άνθη με άνισους ποδίσκους. Απαντάται σε χαμηλούς θαμνώνες και ανθίζει από Μάη ως Ιούνη. Εκτός Λευκάρων απαντάται και σε άλλες περιοχές, στα χαμηλώματα.

Το γένος Άλλιον (Allium) περιλαμβάνει πάνω από 500 είδη, πολλά από τα οποία έχουν μεγάλη οικονομική σημασία, γιατί καλλιεργούνται ως λαχανικά, αρτυματικά, φαρμακευτικά και κοσμητικά. Στην Κύπρο αντιπροσωπεύεται από 25 είδη, υποείδη και ποικιλίες. Από τα καλλιεργούμενα είδη πολύ γνωστά στην Κύπρο είναι το κρεμμύδι (Allium ceepa L.), το σκόρδο (Allium sativum L.) και το πράσο (Allium porrum L.).



Πηγή: Περιοδικό "ΤΑ ΛΕΥΚΑΡΑ".
    
Allium Lefkarence
Ξένοι βοτανολόγοι έχουν εντοπίσει στην περιοχή των Λευκάρων ενδημικό αλλά άγνωστο μέχρι τώρα είδος αγριοκρεμμυδιού, στο οποίο έδωσαν την επιστημονική ονομασία Allium Lefkarence.


 Allium Lefkarence.



Β. ΑΥΤΟΦΥΗ ΦΥΤΑ
[Αυτοφυή φυτά: είναι τα φυτά που αυτοφύονται στην Κύπρο και σχηματίζουν μικρούς ή μεγάλους πληθυσμούς].


Λαβαντούλα η στοιχάς (Μυροφόρα), Λεύκαρα 28.03.2011.

Μανδραγόρας ο φαρμακευτικός, Λεύκαρα (07.04.2011).

Cyclamen cyprium - Κυκλάμινο το κύπριο. Λεύκαρα, Μάτρτιος 2012.


Η αναθρήκα ή «αλαδρίκα».
Η αναθρήκα βλαστάνει όταν χειμωνιάζει (με τις βροχές), ανθίζει την άνοιξη, (χαρακτηριστικά κίτρινα άνθη) και κλείνει το κύκλο της ζωής της το καλοκαίρι οπότε και το καταπράσινο και ωραίο φύλλωμά της (<τζούρο>, το λέγαμε μικροί) ξεραίνεται και πέφτει.
Οι κορμοί της είναι αρκετά συμπαγείς και στέρεοι για αυτό χρησιμοποιούνται για την κατασκευή σκαμνιών είτε πωμάτων φιαλών, «πότηδων» = στάμνες κλπ.
Το χειμώνα όταν βρέξει αρχίζει να σέπεται (αποικοδομείται) το παλιό φυτό. Τότε βλαστάνουν τα μανιτάρια (μύκητες, αποικοδομητές) και αναλαμβάνουν το έργο της αποικοδόμησης. Συγχρόνως και οι άνθρωποι βγαίνουν στα χωράφια για να βρουν τα περίφημα μανιτάρια της αναθρήκας, τα περίφημα μανιτάρια των Λευκάρων.
Στη φωτογραφία διακρίνονται πράσινα νεαρά φυτά αναθρήκας και τα στελέχη (οι κορμοί) (Λεύκαρα, 29.03.2011).

Τα Λευκαρίτικα μανιτάρια της αναθρήκας «αλαδρίκας». Λεύκαρα Νοέμβριος 2011.

Για περισσότερα φυτά και πληροφορίες πατήστε στο σύνδεσμο:


[Από τον Δημήτρη Χ. Κουμουλλή (Dimitris Koumoullis)]



Σάββατο 26 Μαΐου 2012

ΤΑ ΛΕΥΚΑΡΑ ΚΑΙ Ο ΚΕΝΤΗΤΑΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΙΩΡΓΗΣ ΜΟΥΣΤΟΥΚΑΣ

Πατήστε πάνω στη φωτογραφία για να μεγενθύνετε
Στη φωτογραφία ο Χατζηγιώργης Μουστούκας (όρθιος) με τον Γιώργο Σκορδαλλόν, κάπου στην Ευρώπη εκθέτουν τα «Λευκαρίτικα» κεντήματα το 1930 όπως φαίνεται και στην φωτογραφία.

ΤΑ ΛΕΥΚΑΡΑ ΚΑΙ Ο ΚΕΝΤΗΤΑΡΗΣ
ΧΑΤΖΗΓΙΩΡΓΗΣ ΜΟΥΣΤΟΥΚΑΣ

Το κείμενο αυτό της Χαράς Κουμουλλή – Παπαβασιλείου, (Φιλολόγου) δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΤΑ ΛΕΥΚΑΡΑ» αριθμός τεύχους 82, τον Απρίλιο – Ιούνιο 2003.

«Η Κύπρος είναι τα Λεύκαρα» μου απάντησε μία φίλη μου κοσμοπολίτισσα, όταν της ζήτησα τη γνώμη της γι’ αυτό το νησί. Και δε μου φάνηκε υπερβολή, γιατί το χωριό, που ξαπλώνει νωχελικά στη λευκή πλαγιά της Σωτήρας πλουμίζοντάς την με το πράσινο των περιβολιών του χρώμα και το κόκκινο της στέγης των σπιτιών, κρατά όλα σχεδόν τα στοιχεία της κυπριακής παράδοσης, χωρίς όμως να έχει αποβάλει τον προσωπικό του χαρακτήρα. Τη γνωρίζεις κλιμακωτά αυτή την παράδοση, που η αρχή της χάνεται στον προϊστορικό οικισμό της Χοιροκοιτίας. Και προχωράς στην αρχαιότητα, που πρώτα πρώτα την «ακούς» στη γλώσσα των κατοίκων σε ένα πλήθος λέξεων και δομικών στοιχείων της αρχαίας ελληνικής διαλέκτου, χαρακτηριστικό που αφορά ολόκληρη την Κύπρο. Γι’ αυτό κι ποιητής Γιώργος Σεφέρης, όταν για πρώτη φορά θα επισκεφτεί την Κύπρο εντυπωσιασμένος θα γράψει στο φίλο του Νάσο Βαγενά: «Ποτέ δε φανταζόμουν ότι τόσο κοντά στην Ελλάδα ζει ένας κόσμος που μιλά γνήσια την ελληνική γλώσσα τόσο που να σε παραπέμπει στην αρχαία ελληνική πραγματικότητα». Κι ύστερα τη βλέπεις ξανά την αρχαία παράδοση στις εσωτερικές αυλές των σπιτιών και στις νεοκλασικές προσόψεις των κεντρικών κτιρίων, τις διακοσμημένες με τους ιωνικού ή δωρικού ρυθμού κίονες. Και η ιστορία συνεχίζεται.
Στα Λεύκαρα, καθώς τα περιηγείσαι, έχεις την αίσθηση ότι διαβάζεις την ιστορία όλου του νησιού. Οι ξένοι κατακτητές που πέρασαν από πάνω του δεν κατάφεραν να αλλοιώσουν την ψυχή του χωριού, άφησαν όμως, όπως ήταν φυσικό, τα ίχνη τους, που διασώζει η γλώσσα και που φαίνονται πιο καθαρά στα ονόματα των πραγμάτων. Τα Φραγκομάτα, ο τουρκομαχαλάς με τον μιναρέ, το κτίριο της Αστυνομίας, που στέγαζε στα μέσα ακόμα του προηγούμενου αιώνα τον Άγγλο κατακτητή, στο ξάγναντο του χωριού το κάστρο της Ρήγαινας και άλλα διάφορα, που εκτός απ’ την ανάμνηση που συντηρούν, προσδίνουν στο χαρακτήρα του χωριού και το στοιχείο της πολυπολιτισμικότητας.
Τα Λεύκαρα σε κατακτούν σιγά σιγά, όσο περισσότερο τα γνωρίζεις και είναι λογικό, γιατί, όπως πολύ σωστά λέει ο Antoine Saint Exipery στο Μικρό Πρίγκιπα «Δεν αγαπά κανείς παρά μόνο αυτό που γνωρίζει». Πράγματι κάθε φορά που επισκέπτομαι το χωριό, καθώς το περιδιαβάζω, όλο και κάτι καινούργιο ανακαλύπτω, ένα καντούνι τόσο στενό, που θυμίζει τα Μεστά της Χίου, μια αριστουργηματικά δομημένη καμάρα, ένα σπίτι πανάρχαιο συντηρημένο με απόλυτη προσήλωση στην πρωτογενή του μορφή. Έπειτα εκείνες οι εκκλησιές οι ατέλειωτες, οι παμπάλαιες, οι μικρές, οι απέριττες, με τα παράξενα ονόματα, όπως ο Άγιος Ξωρινός, ο Αϊ Γιώργης ο Οξύς. Κι ο καβαλάρης στη χαίτη του λιονταριού που κατοικεί σαν σύμβολο ακατανίκητης δύναμης και σαν φύλακας στη μέση του χωριού, ο Άγιος Μάμας, μου ΄φερε στο νου το θυρεό της Πύλης Των Λεόντων των αρχαίων Μυκηνών. Τελευταία γνώρισα και την Παναγία της Ομορφιάς.
Τα περισσότερα εκκλησάκια βρίσκονται ενσωματωμένα στα σπίτια. Ξαφνικά τ’ ανακαλύπτεις. Σ’ αιφνιδιάζουν! Τα διάσπαρτα όμως στην περιφέρεια των Κάτω Λευκάρων βυζαντινά έλκουν την προσοχή του επισκέπτη, ξεχωρίζουν! Το ίδιο και ο Τίμιος Σταυρός που προβάλλει στο κέντρο του περιβόλου του κι είναι το πρώτο που το μάτι σου αντικρίζει, μόλις φανεί από μακριά η εικόνα του χωριού. Τις νύχτες του καλοκαιριού, καθώς έκανα τον περίπατό μου, είχα την ευκαιρία να τον απολαμβάνω, φωταγωγημένο όπως τον αγνάντευα, σαν το ωραιότερο πλουμί της πιο τεχνήτρας κεντήστρας των Λευκάρων. Τα χρώματα, οι καμπύλες, τα περιγράμματα, οι φωτοσκιάσεις, όλα αυτά μου θύμισαν τ’ αριστουργήματα που κεντούσαν κι ακόμα κεντούν οι Λευκαρίτισσες.
Ένα στοιχείο το πιο δυνατό της λευκαρίτικης παράδοσης είναι η ιστορία του κεντήματος, που γράφτηκε με πολύ κόπο από άντρες και γυναίκες. Είναι μια παράδοση ολοζώντανη και παγκοσμίως γνωστή εξαιτίας των κεντητάρηδων, δηλαδή των κεντηματεμπόρων, που ξενιτεύονταν χρόνια ολόκληρα, προκειμένου να πουλήσουν τα περίφημα λινά εργόχειρα των γυναικών. Το χωριό ήταν γεμάτο κεντήστρες και με τον καιρό η κάθε οικογένεια είχε και τον κεντητάρη της έναν ή περισσότερους. Οι απόγονοί τους διατηρούν πολλά ακούσματα απ’ τις εμπειρίες τους, που περιβάλλονταν την αίγλη του παραμυθιού, αφού τα ταξίδια σε ξένες χώρες την παλιά εποχή ήταν τα ίδια μια περιπέτεια. Οι κεντητάρηδες που πρώτοι πήραν θαρρετά και με σθένος το δρόμο της ξενιτιάς, αυτοί οι παλιοί έχουν φύγει εδώ και καιρό απ’ τη ζωή και τα ταξίδια τους τ’ αλαργινά έχουν πια τελειώσει. Το ταξίδι τους όμως μέσα στο χρόνο δε σταματά ποτέ, επειδή στο καινούργιο διασώζεται το παλιό, που το συγκρατεί και σαν μαγιά το τρέφει. Έτσι εξασφαλίζεται η αδιάσπαστη συνέχεια στ’ ανθρώπινα, όπως λέει και ο Όμηρος στο Ζ της Ιλιάδας: «Σαν τα φύλλα των δέντρων οι γενιές των ανθρώπων διαδέχονται η μια την άλλη». Μελαγχολικό αλλά και αισιόδοξο το μήνυμα του μεγάλου ποιητή καταδεικνύει, πόσο αλληλοεξαρτημένες είναι οι έννοιες της ζωής και του θανάτου, πόσο πλησίον ενοικούν η μία στην άλλη. Και ο Ηράκλειτος αργότερα την ίδια σχέση θα εκφράσει με την «ενότητα των αντιθέσεων», τη νομοτελειακή αρχή του «γίγνεσθαι», πηγή της ζωής και κάθε μορφής δημιουργίας. Στο γεγονός της διαδοχής το τέλος και η αρχή μοιάζουν με κρίκους άρρηκτα συνδεδεμένους μεταξύ τους. Έτσι ταξιδεύει και η πολυταξιδεμένη ζωή των κεντητάρηδων στη μνήμη και το έργο των απογόνων τους.
Και επειδή ο ανθρώπινος βίος παρά την εξέλιξη και την πρόοδο αίρει το σταυρό της αβάστα-χτης πεζότητας και του αφόρητου ρεαλισμού, γεννιέται επιτακτική η ανάγκη μέσα μας της διαφυγής στο παρελθόν, που οπωσδήποτε κι αυτό εξιδανικεύεται. Δύσκολα ήταν τα χρόνια τότε. Η ανάγκη κρατούσε σκυφτές κάτω απ’ το λιγοστό φως τις γυναίκες στ’ απανωτά τους νυχτέρια. Δημιουργούσαν όμως τέχνη μες στη θαλπωρή της ανθρώπινης επαφής. Και πάλι η ανάγκη έσπρωχνε τον κεντητάρη στ’ άγνωστα της ξενιτιάς μονοπάτια. Όμως ο δρόμος για την ξενιτιά τον γέμιζε εμπειρίες και τον έκανε πολύμητι (= συνετό, στοχαστικό) σαν τον Οδυσσέα. Η ξενιτιά ήταν η «Ιθάκη» του. Το μέγιστο όφελος ήταν αυτή, η γνώση και η σοφία που του 'δινε κι όχι η επίτευξη του βιοπορισμού, το υλικό κέρδος. Η ξενιτιά ατσάλωνε επίσης το χαρακτήρα του και θέριευε την αγάπη και τον πόνο για τον τόπο του, που εκδηλωνόταν έμπρακτα με δωρεές εκ μέρους τουλάχιστον των μεγαλοεπιχειρηματιών που είχαν ξεκινήσει ως κεντηματέμποροι τη σταδιοδρομία τους στα ξένα. Στην αναπόφευκτη σύγκριση με τις προηγμένες χώρες της Ευρώπης η πατρίδα του με το άπλετο φως και το απέραντο γαλάζιο έβγαινε πάντα πρώτη. Απ’ τις χώρες που επισκεπτόταν έπαιρνε όμως τα εφόδια που θα του επέτρεπαν να ζήσει πιο άνετα την οικογένειά του. Έμμεσα ωφελούσε και το χωριό του.
«Ο πατέρας μου, ο Χατζηγιώργης Μουστούκας», αφηγείται ο Μιχαλάκης Χατζηγεωργίου που ζει στην Αγγλία, «όταν αρραβωνιάστηκε τη μητέρα μου την Ανδρονίκη το γένος Τζωρτζή Κάττου, για να εξοικονομήσει χρήματα να χτίσει το σπίτι τους, έκανε τον κεντητάρη σχεδόν οχτώ χρόνια. Ταξίδεψε στην Αυστρία, Ουγγαρία, Δανία, Παλαιστίνη. Στην Ουγγαρία απαγορευόταν να πουλήσει κανείς από σπίτι σε σπίτι χωρίς άδεια εργασίας κι ο πατέρας μου άρχισε να πουλά χωρίς άδεια γυρολόγου. Έγινε όμως αντιληπτός και τον διέταξαν να εγκαταλείψει τη χώρα εντός ολίγων ημερών. Αυτό ήταν όμως πολύ δύσκολο, γιατί είχε πουλήσει με δόσεις κι έπρεπε να μείνει περισσότερο, προκειμένου να εισπράξει τα χρήματά του. Απευθύνθηκε λοιπόν στην ελληνική πρεσβεία, αλλά του είπαν ότι δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν, επειδή ήταν Εγγλέζος υπήκοος. Την επομένη ημέρα, καθώς περπατούσε στους δρόμους της Βουδαπέστης, είδε εγγλέζικες σημαίες να κυματίζουν. Ρώτησε και του είπαν πως κάποιος Άγγλος επίσημος επισκέφτηκε την Ουγγαρία. Πήρε θάρρος και ζήτησε τη συμπαρά-σταση της εγγλέζικης πρεσβείας. Του έδωσαν, αντί για μια βδομάδα που είχε ζητήσει, έξι μήνες άδεια παραμονής. Εισέπραξε τα χρήματά του κι επέστρεψε στην Κύπρο.
Το 1939 βρισκόταν στην Αυστρία. Η κυβέρνηση ζήτησε να φύγουν οι Άγγλοι υπήκοοι. Έφυγε αφήνοντας όλα τα κεντήματα. Νόμιζε ότι θα επέστρεφε ... Το ίδιο και οι άλλοι. Έμεινε πια μέχρι το τέλος της ζωής του στα Λεύκαρα. Ασχολήθηκε με τα χτήματα κι άνοιξε καφενείο. Το 1947 έδωσε στον αδερφό μου το Νίκο κεντήματα (κεντούσε η μάνα μου η Ανδρονίκη) να τα πουλήσει στην Αγγλία όπου ζούσε. Έκτοτε του έστελνε με άδεια εξαγωγής του Εμπορικού Επιμελητηρίου μέσω του υπουργείου Εξωτερικών. Οι Άγγλοι μετά τον πόλεμο είχαν επιτρέψει να εισάγουν στην Αγγλία ένα ποσοστό κεντημάτων. Νομίζω ότι είχε ιδρυθεί κιόλας Σύλλογος Λευκαριτών Κεντηματεμπόρων».
Αυτές τις αναμνήσεις του μας αφηγήθηκε ένα βράδυ ο θείος μας ο Μιχαλάκης Χατζηγεωργίου, για τον κεντητάρη πατέρα του. Τις είπαμε κι εμείς στα παιδιά μας. Κι αυτά ποιος ξέρει; Κάποιο σούρουπο, γιατί τότε οι μνήμες μάς κάνουν τη χάρη και μας επισκέπτονται, καθώς ο ήλιος θα ταξιδεύει για τη χώρα των Αιθιόπων ξαπλωμένος στο χρυσό του ανάκλιντρο, θα θυμηθούν τα ταξίδια τ’ αλαργινά του προπάππου τους και θα τα ιστορήσουν στα δικά τους παιδιά. «Ήταν κι εκείνος ένας κεντητάρης που έβαλε με τον ιδρώτα του και το δικό του λιθαράκι στη δημιουργία της παράδοσης του κεντήματος, της τόσο σημαντικής για τη συντήρηση της ζωής και την ανάπτυξη των Λευκάρων» ίσως πουν στοχαστικά.
«Σαν τα φύλλα των δέντρων οι γενιές των ανθρώπων διαδέχονται η μία την άλλη». Τα φθινοπωρινά και του χειμώνα τα φύλλα θρέφουν τη ρίζα κι αυτή με τη σειρά της θα κάνει να φυτρώσουν οι νέοι βλαστοί πάνω στα κλαδιά του δέντρου. Η παράδοση έτσι συνεχίζεται, χωρίς διάσπαση και χάσματα, χωρίς διακοπή, αφήνοντας πίσω της το αποστεωμένο, το άχρηστο και το περιττό, το ανίκανο να επιβιώσει. Το βλέπεις καθαρά, το βιώνεις στα πανέμορφα Λεύκαρα, που χάρη στην ιδιαιτερότητα της ιστορίας τους ξεχωρίζουν από τα άλλα επίσης ωραία χωριά του νησιού. Αυτή τα κάνει να φαντάζουν ως το ωραιότερο πλουμί της καλύτερης κεντήστρας.

Αθήνα Φλεβάρης 2003
Κουμουλλή – Παπαβασιλείου Χαρά, Φιλόλογος


Στην πιο πάνω φωτογραφία ο Χατζηγιώργης (Γιώργος) Μουστούκας (πάνω αριστερά) στην Ευρώπη την δεκαετία του 1930, εκθέτει σε υπαίθρια καφετέρια της εποχής τα «Λευκαρίτικα».
.
Ο Μιχαλάκης Χατζηγεωργίου με το πατέρα του Χατζηγιώργη Μουστούκα και τη μάνα του Αντρονίκη. Όταν γύρισε από την Ευρώπη (κεντήματα) ο Χατζηγιώργης άνοιξε καφενείο στα Λεύκαρα από όπου και η φωτογραφία.

[Από τον Δημήτρη Χ. Κουμουλλή (Dimitris Koumoullis)]

Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΩΝ ΛΕΥΚΑΡΩΝ





Εισαγωγή

Η πολιτιστική μας κληρονομιά περικλείει όλες τις εκφράσεις τέχνης και ζωής όπως διαμορφώθηκαν στη μακραίωνη ιστορία μας σε άμεση ανταπόκριση με τις ανάγκες της κοινωνίας σε κάθε εποχή. Τα μνημεία της αρχιτεκτονικής, τα έργα τέχνης γενικά αλλά και οι παραδόσεις, τα έθιμα, η γλώσσα κ.ά. στοιχεία που μας κληροδότησαν οι γενιές που έζησαν πριν από μας αντανακλούν την πορεία του λαού μας μέσα στο χρόνο, τους αγώνες του, την ιστορική του μοίρα, τη δημιουργική και αφομοιωτική του ικανότητα, τη συνέχεια και συνέπεια σε κάθε εκδήλωση του πολιτισμού του. Αυτή τη συνέχεια από πολιτιστικές εκφράσεις που εξελίσσονται χέρι – χέρι με την ίδια τη ζωή, ονομάζομε παράδοση και βασικό στοιχείο της είναι η αρχιτεκτονική μας κληρονομιά.


Η ραγδαία καταστροφή των παραδοσιακών των παραδοσιακών κτισμάτων κατά την μεταπολεμική περίοδο έκαναν πιο επιτακτική την ανάγκη να διασωθεί ο, τι έχει απομείνει από το λαϊκό αρχιτεκτονικό μας πλούτο. Μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο η απότομη και σχεδόν ανεξέλεγκτη μεταβολή των συνθηκών ζωής με την βιομηχανοποίηση της παραγωγής τη διάδοση της σύγχρονης τεχνολογίας, την εισαγωγή και χρήση νέων υλικών δομής και μεθόδων κατασκευής, την τάση για αστικοποίηση και κερδοσκοπική εκμετάλλευση της γης, προκάλεσε ριζικές αλλαγές στο οικιστικό περιβάλλον. Επίσης έχουμε τη συσσώρευση του πληθυσμού στα αστικά κέντρα και σε μεγάλο βαθμό εγκατάλειψη της υπαίθρου με ταυτόχρονη εισβολή ξένων πολιτιστικών προτύπων και επιδράσεων.

Τα τραγικά γεγονότα του 1974 (Τουρκική εισβολή) συντέλεσαν στο να δοθεί προτεραιότητα σε πιο καυτά προβλήματα, ενώ η πρόχειρη «οικονομική» ανοικοδόμηση πέρασε σαν οδοστρωτήρας πάνω από τα γνήσια δείγματα της λαϊκής αρχιτεκτονικής. Ό, τι δημιούργησε μακραίωνη παράδοση καταστράφηκε ή αλλοιώθηκε μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Έτσι βρισκόμαστε μπροστά στο ακραίο φαινόμενο: Χωριά που διατηρούν γνήσια την αρχιτεκτονική τους κληρονομιά έχουν σχεδόν εγκαταλειφθεί και η αναβίωσή τους απαιτεί την κινητοποίηση πολλών παραγόντων για τη δημιουργία κατάλληλης οικονομικής βάσης και συνθηκών βιωσιμότητας. Αντίθετα, στα πλησιέστερα προς τα αστικά κέντρα και στα παραθαλάσσια χωριά, τη θέση των παλιών στερεών σπιτιών έχουν απρόσωπα κουτιά από τσιμέντο με παράταιρα διακοσμητικά στοιχεία που αλλοιώνουν τελείως τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα της Κυπριακής υπαίθρου.

Έτσι φτάσαμε στο σημείο η διατήρηση του παραδοσιακού αρχιτεκτονικού χαρακτήρα να είναι ταυτόσημη με την εγκατάλειψη και η εξέλιξη ταυτόσημη με την ανεπανόρθωτη αλλοίωσή του.

Μέσα σ’ αυτό το γενικότερο κλίμα τα Λεύκαρα παρόλο που δεν έμειναν ανεπηρέαστα από τις γενικότερες αλλαγές, διατηρούν σε μεγάλο βαθμό τον παραδοσιακό αρχιτεκτονικό χαρακτήρα τους και συνάμα παραμένουν ένας χώρος ζωντανός, όπου καλλιεργούνται παραδοσιακές τέχνες. Επίσης οι άνθρωποι, που οι ανάγκες της ζωής τους κρατούν μακριά, νοιώθουν την ανάγκη να ξαναγυρίσουν.

Στην περίπτωση των Λευκάρων η διάσωση των μνημείων είναι πιο προσιτή όπως και η αναβίωσή τους.

Τα Λεύκαρα παρόλο που δεν έμειναν ανεπηρέαστα από τις γενικότερες αλλαγές, διατηρούν σε μεγάλο βαθμό τον παραδοσιακό αρχιτεκτονικό χαρακτήρα τους και συνάμα παραμένουν ένας χώρος ζωντανός, όπου καλλιεργούνται παραδοσιακές τέχνες.

Τα χαρακτηριστικά της Λαϊκής Αρχιτεκτονική των Λευκάρων

Η λαϊκή αρχιτεκτονική των Λευκάρων αποτελεί ανεκτίμητο στοιχείο της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Τα Λεύκαρα κτισμένα σε ορεινή κοιλάδα, σε τοπίο όπου κυριαρχεί το λευκωπό χρώμα των πέτρινων λόφων και με φόντο ψηλές οροσειρές, είναι ένας μεγάλος οικισμός με πλούσια ιστορία και παραδόσεις. Κύριο χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας του, είναι η συνεχής και πυκνή δόμηση. Οι τοίχοι ορθώνονται πετρόκτιστοι, ψηλοί με λιγοστά ανοίγματα στο πάνω μέρος. Απροσπέλαστα φρούρια, τα παλαιότερα σπίτια παραμένουν κρυμμένα πίσω από τις λίθινες επιφάνειες που ακολουθούν τις καμπύλες των δρόμων. Οι λιθόστρωτοι δρόμοι με τους επίσης πετρόκτιστους τοίχους εναρμονισμένοι με το φυσικό περιβάλλον δημιουργούν ένα ανθρώπινο περιβάλλον.

Στο πάνω μέρος οι τοίχοι καταλήγουν σε λεπτό οριζόντιο γείσο, το «κρόδωμα», που διαμορφώνεται σε σειρά από πλακοειδείς πέτρες. Χαρακτηριστικό των Λευκαρίτικων σπιτιών που μένουν πιστά στις αρχέτυπες μορφές, είναι οι οριζόντιες στέγες που καλύπτονται με χώμα τα «δώματα». Τα κεραμίδια είναι νεώτερο στοιχείο που καθιερώθηκε αργότερα, στις αρχές του αιώνα μας. Τα παλιότερα μάλιστα κεραμίδια είχαν λευκωπό χρώμα και ταίριαζαν με την πέτρα των τοίχων. Η χρήση των κεραμιδιών εξαπλώθηκε σταδιακά, παράλληλα με την οικονομική άνθηση του χωριού. Αργότερα τα κεραμίδια που έφερναν από τα μεγάλα κεραμουργεία των πόλεων είχαν χρώμα κόκκινο. Επικλινείς κεραμιδένιες στέγες είναι κύριο χαρακτηριστικό νεώτερο σπιτιών που έχουν μεγαλύτερα ανοίγματα προς το δρόμο και είναι σουβατισμένα (γυψωμένα) και βαμμένα άσπρα και λουλακιά.

Αντίθετα με τα σπίτια αυτά, που στεγάζουν στο ισόγειο τα καταστήματα και καφενεία των κεντρικών δρόμων του οικισμού, τα παλιά σπίτια του χωριού χα-ρακτηρίζει η εσωστρέφεια. Οι αυλές είναι ερμητικά κλειστές προς το δρόμο, από όπου μπαίνει κανείς από μεγάλα «ξωπόρτια». Προς τις αυλές ανοίγονται ο ηλιακός και τα κύρια δωμάτια του σπιτιού. Εδώ, αθέατη πίσω από τους ψηλούς τοίχους εκτυλισσόταν η ζωή του σπιτιού.

Στο εσωτερικό των Λευκαρίτικων σπιτιών, επικρατεί η κατασκευασμένη με πελεκητή πέτρα μεγάλου ανοίγματος καμάρα που δίνει στα ψηλοτάβανα δίχωρα στην κυριολεξία χαρακτήρα παλατιού.

Στα Λεύκαρα δεν υπάρχουν «τσιμινιές» δημιουργήθηκαν όμως αξιόλογοι τύποι φούρνων για το μαγείρεμα και το ψήσιμο του ψωμιού.

Η διάταξη των χώρων και η λειτουργικότητά τους, γενικά η τυπολογία και τα μορφολογικά στοιχεία των σπιτιών στα Λεύκαρα σε σχέση με τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που τα δημιούργησαν, δηλαδή η ιστορία του οικισμού και των ανθρώπων του μέσα από την αρχιτεκτονική τους έκφραση, μπορεί και αξίζει να μελετηθούν με κάθε λεπτομέρεια.

Η εξέλιξη της Αρχιτεκτονικής

Εκείνο που είναι ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι στα σπίτια που διατηρούνται στα Λεύκαρα έχουμε τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής τριών χρονολογικών περιόδων, που αντανακλά τις αντίστοιχες εξελίξεις στην κοινωνικοοικονομική ζωή του χωριού.
Σε γενικές γραμμές, σχηματικά κάπως, η εικόνα αυτή παρουσιάζεται ως εξής:

1. Στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας στην αρχιτεκτονική των σπιτιών – των παλαιοτέρων δειγμάτων που διατηρούνται μέχρι σήμερα – είναι ανάγλυφο το αίσθημα της ανασφάλειας, η τάση για απομόνωση και εξασφάλιση, πίσω από ισχυρούς μαντρότοιχους, της οικογενειακής τιμής και των προϊόντων μιας κλειστής οικονομίας που βασιζόταν κυρίως στην γεωργία, στη κτηνοτροφία και σε μια περιορισμένη οικιακής παραγωγής βιοτεχνία που εξελίχτηκε στο περίφημο αργότερα εμπόριο Λευκαρίτικης χειροτεχνίας. Γι’ αυτούς τους λόγους το σπίτι κτίζεται στο βάθος της αυλής.

2. Σε μια δεύτερη φάση που χρονολογικά τοποθετείται από το 1878 – μετά την εγκαθίδρυση της Αγγλοκρατίας – μέχρι την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, το εμπόριο των κεντημάτων αρχίζει να παίρνει οργανωμένη μορφή. Εκτός από την ντόπια παραγωγή στα Λεύκαρα, κεντήματα συγκεντρώνονται και από διάφορα χωριά της περιοχής. Το εμπόριο βρίσκεται κυρίως στα χέρια των Λευκαριτών. Είναι η εποχή που εκδηλώνεται σε γραπτά κείμενα ο θαυμασμός των περιηγητών για τα Λευκαρίτικα κεντήματα. Σταδιακά τα σπίτια μεταφέρονται προς το δρόμο. Πίσω από τα «ξωπότρια» δημιουργούνται σκεπαστοί ηλιακοί. Γενικά παρατηρείται άνοιγμα προς τον έξω κόσμο. Η ανάπτυξη του εμπορίου και η εξάλειψη του παράγοντα της ανασφάλειας αλλάζουν τη δομή της κοινότητας. Τα σπίτια χάνουν την εσωστρέφειά τους και αντανακλούν συνήθειες με «αστικό» χαρακτήρα.

3. Η εποχή του μεσοπολέμου συμπίπτει με το απόγειο της οικονομικής ανάπτυξης των Λευκάρων που συνοδεύεται από ανάλογη κοινωνική άνοδο.


Οι πρώτοι οικισμοί και η επέκταση της οικιστικής περιοχής

Οι πρώτοι οικισμοί των Λευκάρων κτίστηκαν προφανώς κοντά στην Πηγή, που βρίσκεται στο ανατολικό μέρος του χωριού. Από την Πηγή κουβαλούσαν το πόσιμο νερό στο σπίτι με τις στάμνες (κούζες), εκεί έπλεναν τα ρούχα τους και πότιζαν τα ζώα.

Στη συνέχεια το χωριό αναπτύχτηκε προς και γύρω από την εκκλησία του Αγίου Ανδρόνικου, που πιστεύεται ότι κτίστηκε στο χώρο παλιάς βυζαντινής εκκλησίας, που ήταν το κέντρο του μεσαιωνικού χωριού.

Τα σπίτια μέχρι σήμερα στέκουν παλαιϊκά αμφιθεατρικά κτισμένα γύρω από τη ζωοδότρα πηγή. Από την πηγή ανεβαίνουν οι δρόμοι προς τα πάνω παρακολουθώντας οργανικά τις κλίσεις του εδάφους. Πλακόστρωτοι όλοι συνταιριάζουν με τους πέτρινους τοίχους και τα παλιά καλτερίμια. Οι δρόμοι είναι στενοί και πολύ συχνά καταλήγουν σε αδιέξοδα με τα μπαλκόνια τόσο κοντά το ένα στο άλλο που φαίνονται σαν να αγγίζουν. Λένε πώς όταν ήταν να χαράξουν ένα δρόμο, το άνοιγμά του το καθόριζαν με βάση αν χωρούσε να περάσει ένα ζώο φορτωμένο μ’ένα σακκί χαρούπια.

Την δεκαπενταετία 1920-1936 που ήταν η εποχή της ακμής στα Λεύκαρα, λόγω του εμπορίου του κεντήματος, αρχίζουν να χτίζονται μια σειρά από αρχοντικά που ανήκουν κυρίως σε κεντηματέμπορους. Και τούτα είναι κτισμένα από πέτρα και κεραμίδι όμως το σχέδιο και η δομή τους είναι φερμένη από το εξωτερικό.


Κορυφαίο μνημείο της λαϊκής αρχιτεκτονικής στα Λεύκαρα είναι η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού που ανάγεται στον 14ον αιώνα. Ο Ναός έχει στο ανατολικό του τμήμα ρυθμό σταυροειδή με τρούλλο, ενώ το νεότερο τμήμα του είναι ρυθμού κυπριακού του 19ου αιώνα. Μεγάλης αξίας είναι το ξυλόγλυπτο εικονοστάσι του ναού που επιχρυσώθηκε το 1761.

Η γεωλογία των Λευκάρων οι επιπτώσεις της στη λιθοδομή τους

Τα Λεύκαρα είναι γνωστά σε όλους τους γεωλόγους του κόσμου για τα πετρώματά τους που αποτελούν το Γεωλογικό Σχηματισμό Λευκάρων (Lefkara Formation). Γεωλογικά τα πετρώματα αυτά προέρχονται από θαλάσσια ιζηματογενή πετρώματα ηλικίας 50 – 70 εκατομμυρίων χρόνων και είναι ασβεστολιθικά και πυριτολιθικά, πυριτιωμένες κρητίδες, (ο πυριτόλιθος είναι είδος κερατόλιθου). Είναι λευκόχρωμα πετρώματα, αλλά κάποτε περιλαμβάνουν μεγάλες φλέβες από πυριτόλιθο σκούρο, γκρίζο, γκριζογάλανο, ροδόχρου ή καφέ. Από γεωλογική άποψη στην περιοχή της κωμόπολης είναι οι αποθέσεις του γεωλογικού σχηματισμού Λευκάρων που χαρακτηρίζονται από την παρουσία κρητίδων (κιμωλίας), από μάργες (αργίλους) και κερατόλιθους (σχιστόλιθους), ενώ λίγα χιλιόμετρα έξω από τη κατοικημένη περιοχή δυτικά και βόρεια κυριαρχούν τα πυριγενή πετρώματα της Ζώνης του Τροόδους. Η ύπαρξη υπογείων υδάτων στους πρόποδες του λόφου της Σωτήρας είναι ένας λόγος που επηρέασε τη γεωγραφική τοποθεσία του χωριού. Χαρακτηριστικό της ύπαρξης υπογείων υδάτων είναι τα πηγάδια που υπήρχαν στα Λεύκαρα. Παλιά τα Λεύκαρα ανεπτύχθησαν κοντά στη φυσική πηγή που ζώνεται μέχρι σήμερα (την Πηγή) και αργότερα επεκτάθηκαν. Λόγω του υπόγειο συστήματος των υδάτων που υπάρχει στη περιοχή έγινα πηγάδια και έγινε η επέκταση της οικιστικής περιοχής. Σήμερα υπάρχει δίκτυο ύδρευσης σε όλα τα σπίτια.

Πηγές
1 Περιοδικό «ΤΑ ΛΕΥΚΑΡΑ»
2 Δήμος Λευκάρων


 [Από τον Δημήτρη Χ. Κουμουλλή (Dimitris Koumoullis)]


Η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού.

Στο εσωτερικό των Λευκαρίτικων σπιτιών, επικρατεί η κατασκευασμένη με πελεκητή πέτρα μεγάλου ανοίγματος καμάρα που δίνει στα ψηλοτάβανα δίχωρα στην κυριολεξία χαρακτήρα παλατιού. Προς τις αυλές ανοίγονται ο ηλιακός και τα κύρια δωμάτια του σπιτιού. Εδώ, αθέατη πίσω από τους ψηλούς τοίχους εκτυλισσόταν η ζωή του σπιτιού.

Απροσπέλαστα φρούρια, τα παλαιότερα σπίτια.


Οι ιδιότυπες λιθοδομές από αδρά κατεργασμένες γκριζόασπρες πλακοειδείς πέτρες διατηρούν το χρώμα και την υφή του εδάφους και έχουν τη σπάνια πλαστικότητα που ήξεραν να δίνουν τα χέρια των παλιών μαστόρων.

Οι ιδιότυπες λιθοδομές από αδρά κατεργασμένες γκριζόασπρες πλακοειδείς πέτρες διατηρούν το χρώμα και την υφή του εδάφους και έχουν τη σπάνια πλαστικότητα που ήξεραν να δίνουν τα χέρια των παλιών μαστόρων.

Το κάτω μέρος οριζόντιας στέγης που καλύπτονται με χώμα τα «δώματα». Βλέπουμε τα «βολίτζια» και τα «σχιηδάτζια» .
 
Οι στέγες με τα κεραμίδια. Στις αρχές του 20ου αιώνα άρχισαν να εισά-γονται κεραμίδια γαλλικού τύπου και οικοδομική ξυλεία κατάλληλη για την κατασκευή κεραμιδωτών στεγών.


Η Πηγή.

Οι τοίχοι στο πάνω μέρος καταλήγουν σε λεπτό οριζόντιο γείσο, το «κρόδωμα», που διαμορφώνεται σε σειρά από πλακοειδείς πέτρες.



Αρχοντικά που ανήκουν κυρίως σε κεντηματέμπορους της δεκαπενταετίας 1920-1936.


Επικλινείς κεραμιδένιες στέγες είναι κύριο χαρακτηριστικό νεώτερο σπιτιών που έχουν μεγαλύτερα ανοίγματα προς το δρόμο και είναι σουβατισμένα (γυψωμένα) και βαμμένα άσπρα και λουλακιά.





Η ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΛΕΥΚΑΡΩΝ

   Ως νοσταλγός της πατρίδας μου διαβάζω ό, τι τυχαίνει να έχει σχέση μ’ αυτή στον έντυπο ή ηλεκτρονικό τύπο. Κάποια λοιπόν τεύχη του παλιού περιοδικού «ΤΑ ΛΕΥΚΑΡΑ» που αναφέρονται στο χαρακτήρα της φυσικής και πολιτιστικής παράδοσης αυτού του τόπου μου έδωσαν την έμπνευση μιας σύντομης  συνθετική εργασίας που να αναδεικνύει τα βασικά στοιχεία της προσωπικότητάς του.
Κάθε τόπος έχει βέβαια τη δική του ιδιαιτερότητα. Υπάρχουν όμως και κάποιες περιοχές προικισμένες με πλούσια πολιτιστική και φυσική κληρονομιά. Σ'’  αυτές  συμπεριλαμβάνεται και η κωμόπολη των  και η Λευκάρων. Αν η πολιτιστική κληρονομιά, όπως είναι αυτονόητο, είναι αποτέλεσμα των κατοίκων (της εργατικότητας και της ενεργητικότητάς των) η φυσική οφείλεται στην φύση.

Α) Πολιτιστική κληρονομιά των Λευκάρων
Η πολιτιστική κληρονομιά της πατρίδας μου περικλείει όλες τις εκφράσεις τέχνης και ζωής, όπως διαμορφώθηκαν στη μακραίωνη ιστορία της. Στη περίπτωση των Λευκάρων μπορούμε να αναφερθούν ορισμένα στοιχεία ανεκτίμητα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, όπως:



• Η Λαϊκή Αρχιτεκτονική των Λευκάρων. Τα Λεύκαρα δεν είναι κατασκευασμένα βάσει ενός συγκεκριμένου σχεδίου, αλλά σύμφωνα με τις ανάγκες των ανθρώπων, του τρόπου ζωής τους αλλά και τα διδάγματα που προέκυψαν μέσα στο χρόνο.



Η λαϊκή αρχιτεκτονική των Λευκάρων αποτελεί ανεκτίμητο στοιχείο της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Κτισμένα σε ορεινή κοιλάδα, σε τοπίο όπου κυριαρχεί το λευκωπό χρώμα των πέτρινων λόφων και με φόντο ψηλές οροσειρές, είναι ένας μεγάλος οικισμός με πλούσια ιστορία και παραδόσεις. Κύριο χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας του είναι η συνεχής και πυκνή δόμηση. Οι τοίχοι ορθώνονται πετρόκτιστοι, ψηλοί με λιγοστά ανοίγματα στο πάνω μέρος. Απροσπέλαστα φρούρια τα παλαιότερα σπίτια παραμένουν κρυμμένα πίσω από τις λίθινες επιφάνειες των τοίχων που ακολουθούν τις καμπύλες των δρόμων. Οι λιθόστρωτοι δρόμοι με τους επίσης πετρόκτιστους τοίχους εναρμονισμένοι με το φυσικό περιβάλλον δημιουργούν ένα ανθρώπινο περιβάλλον. Οι ιδιότυπες λιθοδομές από αδρά κατεργασμένες γκριζόασπρες πλακοειδείς πέτρες διατηρούν το χρώμα και την υφή του εδάφους και έχουν τη σπάνια πλαστικότητα που ήξεραν να δίνουν τα χέρια των παλιών μαστόρων. Πολύ εντυπωσιακό στοιχείο στην κατασκευή των σπιτιών στα Λεύκαρα είναι η καμάρα. Είτε είναι στις προσόψεις των σπιτιών, είτε είναι στο εσωτερικό τους, καλοδουλεμένες με ωραίες αναλογίες, στρογγυλές και κάποτε οξυκόρυφες, είναι επηρεασμένες, κατά τους ειδικούς, από φράγκικα και βενετσιάνικα πρότυπα. Κορυφαίο μνημείο της λαϊκής αρχιτεκτονικής στα Λεύκαρα είναι η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού που ανάγεται στον 14ον αιώνα. Ο Ναός έχει στο ανατολικό του τμήμα ρυθμό σταυροειδή με τρούλλο, ενώ το νεότερο τμήμα του είναι ρυθμού κυπριακού του 19ου  αιώνα.

Τα υπέροχα Λευκαρίτικα κεντήματα γνωστά ως «λευκαρίτικα». Τα Λεύκαρα είναι ξακουστά σε όλες σχεδόν τις γωνιές της Γης για τα υπέροχα κεντήματα. Το «λευκαρίτικο» είναι ό, τι καλύτερο έχει να επιδείξει η κεντητική τέχνη και η λαϊκή παράδοση στην Κύπρο.Τα κεντήματα που γίνονται στα Λεύκαρα ανήκουν στην μεγαλύτερη κατηγορία βελονιού. Ιδιαίτερα, τα κεντήματα που γίνονται στο λινό με βαμβακερή κλωστή, είναι συνδυασμός κοφτού και διάφορων σχεδίων.

Οι Λευκαρίτισσες κεντούσαν αρχικά τα όμορφα αυτά κεντήματα για να στολίσουν τα σπίτια τους, αργότερα όμως, περί τα τέλη του 19ου αιώνα πίστεψαν πως αυτά τα κομψοτεχνήματα θα μπορούσαν να στολίσουν σπίτια και άλλων περιοχών. Έτσι άρχισε το εμπόριο των Λευκαρίτικων κεντημάτων και δεκάδες τολμηροί νέοι του χωριού ταξίδεψαν προς κάθε κατεύθυνση με μια βαλίτσα στο χέρι με στόχο να πωλήσουν τα περίφημα κεντήματα και να γυρίσουν πίσω στο χωριό με ένα αρκετά σεβαστό ποσό. Το εμπόριο των κεντημάτων δίνει μεγάλη ώθηση στην εξέλιξη του ίδιου του κεντήματος ενώ παράλληλα γίνεται μια σοβαρή πηγή εισοδήματος για κάθε οικογένεια.

 
Η αργυροχοΐα.  Στην περιοχή των Λευκάρων είναι πιθανό η αργυροχοΐα να εμφανίστηκε στις αρχές του 18ου αιώνα. Οι αργυροχόοι με ιδιαίτερη τέχνη στα καπνιστομέρρεχα, τις μερρέχες, τα κουταλάκια και άλλα ασημικά, έφτιαχναν σπουδαία κομψοτεχνήματα.
Στα Λεύκαρα οι Λευκαρίτισσες έφτιαχναν τ’ αριστουργήματα που κεντούσαν (κι ακόμα κεντούν) τα όμορφα λευκαρίτικα κεντήματα και οι άνδρες των Λευκάρων «πλούμιζαν» με ιδιαίτερη τέχνη τα ασημένια καπνιστομέρρεχα, τις μερρέχες, τα ασημένια κουταλάκια και τόσα άλλα ασημένια κομψοτεχνήματα.


 Φιλοδοξία σήμερα είναι να εκπαιδευτούν και να γίνουν καλοί κτίστες, τέλειες κεντήστρες, και αργυροχόοι για να διαδώσουν τον πλούτο της παράδοσης που κληροδοτήθηκε από γενιά σε γενιά.

Β) Φυσική κληρονομιά των Λευκάρων

Όμως και η φυσική κληρονομιά των Λευκάρων είναι ενδιαφέρουσα.

• Τα Λεύκαρα είναι γνωστά σε όλους τους γεωλόγους του κόσμου για τα πετρώματά τους που αποτελούν το Γεωλογικό Σχηματισμό Λευκάρων (Lefkara Formation). Γεωλογικά τα πετρώματα αυτά, προέρχονται από θαλάσσια ιζηματογενή πετρώματα ηλικίας 50 – 70 εκατομμυρίων χρόνων και είναι ασβεστολιθικά και πυριτολιθικά Είναι λευκόχρωμα πετρώματα, αλλά κάποτε περιλαμβάνουν μεγάλες φλέβες από πυριτόλιθο, σκούρο, γκριζογάλανο ή καφέ. Έχουν και τα ανάλογα ονόματα όπως «αθασόπετρα», (αθάσι = αμύγδαλο) οι λευκές, ενώ οι πυριτόλιθοι λέγονται «αθκιάτζιες». Οι «χαλλουμόπετρες» (ή χαλλούμες) είναι μαλακές και φθείρονται εύκολα και γι’ αυτό δεν κάνουν για κτίσιμο. Λόγω της διαγένεσης και του τεκτονισμού που έχουν υποστεί οι πέτρες αυτές συχνά εξορύσσονται υπό μορφή ορθογώνιων τεμαχίων διαφόρων διαστάσεων. Τα τεμάχια αυτά δε χρειάζονται βιομηχανικής επεξεργασίας, αντίθετα χρησιμοποιούνται συνήθως ως έχουν εξορυχτεί ή τυγχάνουν μερικής τροποποίησης του σχήματος ή του μεγέθους κατά τη διάρκεια της τοποθέτησης ή εφαρμογής τους.


• Τα Λεύκαρα είναι επίσης γνωστά στους βοτανολόγους για την πλούσια χλωρίδα τους. Ένας μεγάλος αριθμός ενδημικών και άλλων αυτοφυών φυτών απαντώνται στην περιοχή των Λευκάρων. Η αξιόλογη χλωρίδα των Λευκάρων είναι ένας επιπλέον λόγος που μας υποχρεώνει να τα προστατεύσουμε γιατί στολίζουν και διαφημίζουν το τόπο μας.
Αναφέρουμε τα πιο σημαντικά:

  1) Astragalus macrocarpus ssp. Lefkarensis.
Το πιο σημαντικό είναι ότι τα Λεύκαρα έδωσαν το όνομά τους σ’ ένα πολύ σπάνιο ενδημικό φυτό, το οποίο εντοπίστηκε για πρώτη φορά στα Λεύκαρα και ευδοκιμεί στη γύρω περιοχή. Το φυτό είναι ο Astragalus macrocarpus ssp. Lefkarensis (Αστράγαλος ο μακρόκαρπος υποείδος των Λευκάρων, της οικογένειας των ελλοβοκάρπων). Είναι πολυετές φυτό (έως 60 εκ. ύψος) με εύρωστους χνουδωτούς βλαστούς. Είναι σπάνιο γιατί βρίσκεται μόνο στη Κύπρο και σε κανένα άλλο σημείο του κόσμου. Πιο συγκεκριμένα βρίσκεται σε ασβεστολιθικές πλαγιές ανάμεσα σε χαμηλούς θάμνους στην περιοχή των Λευκάρων. Έχει τα κοινά ονόματα «αρκοκουτσιά» και «πιφάνης». Ο Αστράγαλος συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των αυστηρά προστατευομένων φυτών από τη σύμβαση της Βέρνης. Το αγριολούλουδο αυτό κινδυνεύει να εξαφανισθεί από την περιοχή μας. Γι’ αυτό πρέπει να προστατευθεί και να δοθεί η δέουσα προσοχή από όλους τους Λευκαρίτες και το Κράτος ώστε να εξασφαλιστεί η προστασία και η διαιώνιση του και να μη εξαφανισθεί το όμορφο και εντυπωσιακό αυτό αγριολούλουδο.


Astragalus macrocarpus ssp. Lefkarensis
Ανθισμένος - Λεύκαρα (07.04.2011)

Ο Αστράγαλος σε ασβεστολιθικές
πλαγιές των Λευκάρων



Astragalus macrocarpus ssp. Lefkarensis
Ανθισμένος - Λεύκαρα (07.04.2011)

 
 
















 2) Allium Lefkarence.
 
    Ξένοι βοτανολόγοι έχουν εντοπίσει στην περιοχή των Λευκάρων ενδημικό αλλά άγνωστο μέχρι τώρα είδος αγριοκρεμμυδιού, στο οποίο έδωσαν την επιστημονική ονομασία Allium Lefkarence. Ο εντοπισμός έγινε στις 2/6/1989 από τους Ιταλούς βοτανολόγους Salvatore Brullo, Pietro Pavone και Cristina Salmeri του πανεπιστημίου της Κατάνια. Το λατινικό όνομα, περιγραφή, σχεδιάγραμμα, οικολογικά και άλλα στοιχεία δημοσιεύτηκαν το 1993 στο επιστημονικό περιοδικό Candollea, τόμος 48, σελ. 279 – 290. Πρόκειται για είδος άγριου κρεμμυδιού που ανήκει στην οικογένεια των Λειριϊδών (Liliaceae).

 Το Άλλιον των Λευκάρων είναι βολβόριζη πολυετής πόα, ύψους 40 εκατοστών του μέτρου. Τα φύλλα είναι λεπτά, ημικυλινδρικά, μήκους ως 25 εκατοστών του μέτρου. Η ταξιανθία φέρει και 50 πρασινο-πορφυρά, κωδωνοειδή άνθη με άνισους ποδίσκους. Απαντάται σε χαμηλούς θαμνώνες και ανθίζει από Μάη ως Ιούνη. Εκτός Λευκάρων απαντάται και σε άλλες περιοχές, στα χαμηλώματα.


                                          Allium Lefkarence
   Το γένος Άλλιον (Allium) περιλαμβάνει πάνω από 500 είδη, πολλά από τα οποία έχουν μεγάλη οικονομική σημασία, γιατί καλλιεργούνται ως λαχανικά, αρτυματικά, φαρμακευτικά και κοσμητικά. Στην Κύπρο αντιπροσωπεύεται από 25 είδη, υποείδη και ποικιλίες. Από τα καλλιεργούμενα είδη πολύ γνωστά στην Κύπρο είναι το κρεμμύδι (Allium ceepa L.), το σκόρδο (Allium sativum L.) και το πράσο (Allium porrum L.).

Ιδιαίτερη εντύπωση μου προκάλεσε το γεγονός ότι ξένοι επιστήμονες ασχολήθηκαν με την τόσο αξιόλογη χλωρίδα των Λευκάρων ανακαλύπτοντας σπάνια φυτά. Εγώ ως Λευκαρίτης και λόγο της ειδικότητάς μου του Φυσιογνώστη (βιολόγος-γεωλόγος), αισθάνομαι μεγάλη περηφάνια, όταν στα σχετικά κείμενα και στο διαδίκτυο αναφέρεται το χωριό μου για τις σπουδαίες φυσικές του ιδιαιτερότητες. Έχουμε χρέος όλοι να φροντίσουμε να διαφυλαχτεί αυτός ο πλούτος, ώστε να μην χαθεί κάποτε λόγω αδιαφορίας, άγνοιας και ποικίλων συμφερόντων, δεδομένου ότι: «Τη γη δεν την κληρονομήσαμε από τους γονείς μας, τη δανειστήκαμε από τα παιδιά μας».

Σελίδα στο facebook: Pano Lefkara, Larnaca, Cyprus

http://www.facebook.com/Lefkara



Pano Lefkara, Larnaca, Cyprus.
 


Pano Lefkara, Larnaca, Cyprus.